Φινλανδία

Η Φινλανδία είναι χώρα της βόρειας Ευρώπης. Βρίσκεται ανάμεσα στην Σουηδία, την Νορβηγία, την Ρωσία και την Βαλτική θάλασσα. Έχει έκταση 338.145 τετραγωνικά χιλιόμετρα και πληθυσμό 5.325.115 κατοίκους, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2009. Η χώρα είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το 1995. Στα φινλανδικά η χώρα ονομάζεται Suomi. Στην Φινλανδία ανήκουν και τα νησιά Ώλαντ (Åland), στην νοτιοδυτική ακτή, τα οποία βρίσκονται υπό καθεστώς διευρυμένης αυτονομίας.
Η Φινλανδία εκτείνεται σε βόρειο γεωγραφικό πλάτος 60°-70° και σχεδόν το 30% του εδάφους της χώρας βρίσκεται στην αρκτική ζώνη. Συνορεύει Β με τη Νορβηγία, Α με τη Ρωσία, Δ με τη Σουηδία. Επίσης, βρέχεται Δ από το Βοθνικό κόλπο και Ν από τον Κόλπο της Φινλανδίας (Βαλτική Θάλασσα).
Το πιο χαρακτηριστικό μορφολογικό στοιχείο της χώρας είναι οι πολυάριθμες λίμνες, που καταμετρώνται σε δεκάδες χιλιάδες και καλύπτουν το 10% του εδάφους, στο νότιο κυρίως τμήμα της Φινλανδίας. Οι περισσότερες συνδέονται μεταξύ τους και δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της τελευταίας εποχής παγετώνων. Οι ακτές της Φινλανδίας παρουσιάζουν βαθιά κόλπωση και στολίζονται από ένα πλήθος μικρών και μεγάλων νησιών, μεγαλύτερα από τα οποία είναι τα νησιά Ώλαντ, πολυάριθμη ομάδα νησιών και νησίδων του αρχιπελάγους Αχβενανμάα στα ανοιχτά της πόλης Τούρκου. Ορεινή περιοχή της Φινλανδίας είναι το βορειοδυτικό τμήμα της, το οποίο βρίσκεται στα σύνορα με τη Νορβηγία. Στον ορεινό αυτόν όγκο ανήκει και το ψηλότερο βουνό της χώρας, το όρος Χαλτιατουντούρι (1.324 μ.), το οποίο αποτελεί τμήμα των Σκανδιναβικών Άλπεων. Το βόρειο και ανατολικό τμήμα καλύπτεται από χαμηλά οροπέδια και λοφώδεις εκτάσεις.
Η βόρεια Φινλανδία διασχίζεται από πολλούς, αλλά μικρού μήκους και ορμητικούς ποταμούς, που συχνά σχηματίζουν καταρράκτες. Πολλοί από τους ποταμούς της χώρας ενώνουν μεταξύ τους λίμνες ή εκβάλουν σε αυτές. Σημαντικοί ποταμοί της Φινλανδίας είναι ο Κέμι, που χύνεται στη Βαλτική θάλασσα, κοντά στα σύνορα με τη Σουηδία, ο Τένο, που χύνεται στη Θάλασσα του Μπάρεντς, ο Όουλου, πλωτός ποταμός που ξεκινά από την ομώνυμη λίμνη και εκβάλλει στη Βαλτική, ο Κόκεμακι στη νοτιοδυτική χώρα, ο Τόρνιο, με ρου κοντά στα σύνορα με τη Σουηδία, που καταλήγει στη Βαλτική, κ.ά.
Από τις λίμνες της Φινλανδίας μπορούν να αναφερθούν η Ίναρι, μεγάλη λίμνη στο Βορρά, η Οουλουγιάρβι στο κεντρικό τμήμα της χώρας, η Κάλαβεσι, νοτιότερα, η Πάγιαννε και η Κέιτελε, στην κεντρική νότια Φινλανδία, η μεγάλη λίμνη Σαϊμάα στα νοτιοανατολικά, κοντά στα σύνορα με τη Ρωσία, καθώς επίσης οι λίμνες Πιέλινεν και Χάουκαβεσα που βρίσκονται και αυτές στην ανατολική Φινλανδία.
Το κλίμα της Φινλανδίας είναι ψυχρό. Οι χειμώνες διαρκούν πολύ και είναι ψυχροί, περισσότερο στο βόρειο τμήμα, στη Λαπωνία, όπου το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου σημειώνονται χιονοπτώσεις. Στο νότιο τμήμα η επίδραση της θάλασσας κάνει το κλίμα πιο ήπιο. Οι μέσες θερμοκρασίες του χειμώνα είναι -15° έως -4 °C στη Λαπωνία και -7° έως -4 °C στα νότια. Τα καλοκαίρια είναι δροσερά με θερμοκρασίες που κυμαίνονται μεταξύ 15° και 17 °C.
Η βλάστηση της Φινλανδίας είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος της δασική, κάτι που αποτελεί και σημαντικό οικονομικό κεφάλαιο για τη χώρα, με την παραγωγή χαρτιού και προϊόντων ξυλείας. Εκτός από το βορειότατο τμήμα, που καλύπτεται από τούνδρα, το μεγαλύτερο μέρος της χώρας σκεπάζεται από πεύκα, σημύδες και έλατα, ενώ το νοτιότερο τμήμα από δρύες. Δάση από σημύδες εκτείνονται επίσης μέχρι το Νότο. Στη Φινλανδία ενδημούν πολυάριθμα είδη δέντρων και φυτών, αλλά και λειχήνων. Ο δασικός πλούτος της χώρας αποτελεί αντικείμενο προστασίας στη φινλανδική νομοθεσία, ωστόσο το γεγονός ότι απουσιάζουν μεγάλα φυσικά πάρκα, αλλά και η παλαιότερη υποβάθμιση που υπέστησαν τα δάση του Βορρά από τη συστηματική εξόρυξη τύρφης συνιστούν αρνητικούς παράγοντες. Θετικό είναι το γεγονός του εξαιρετικά χαμηλού ρυθμού μείωσης του ποσοστού δασικής κάλυψης του εδάφους της Φινλανδίας.
Στην πανίδα της Φινλανδίας κυριαρχούν θηλαστικά όπως λαγοί, ελάφια, τάρανδοι, λύκοι, αλλά και η αρκτική αλεπού, ο λύγκας και άγριοι πληθυσμοί ταράνδων, με τους τελευταίους να υφίστανται ολοένα και μεγαλύτερη μείωση σε αντίθεση με τους εκτρεφόμενους ταράνδους. Φώκιες απαντούν στα παράλια. Αγριόχηνες, κύκνοι και περδικοειδή επίσης συναντούνται στην ηπειρωτική χώρα, όπου η κυριαρχία του υγρού στοιχείου συνεπάγεται την ύπαρξη σημαντικών και εκτεταμένων υδροβιότοπων. Τα ποτάμια και οι λίμνες της Φινλανδίας περιλαμβάνουν μεγάλο αριθμό ειδών ψαριών. Η υποβάθμιση της θαλάσσιας ζωής είναι αρκετά εμφανής, ωστόσο στη Βαλτική θάλασσα και σε μεγάλο βαθμό οφείλεται σε μόλυνση που έχει προέλευση τις χώρες της Βαλτικής και τη Ρωσία.
Ήδη κατά την όγδοη χιλιετία π.Χ. η χώρα κατοικούνταν, σύμφωνα με τις σχετικές αρχαιολογικές ενδείξεις. Από τους πρώτους κατοίκους της Φινλανδίας ήταν οι Λάπωνες ή κάποιος συγγενής τους φιννοουγγρικής προέλευσης λαός που ήταν εγκαταστημένος στην περιοχή κατά την τρίτη χιλιετία π.Χ. Από τα μέσα της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. αναπτύχθηκε ο λεγόμενος «πολιτισμός Κιουκάινεν», του οποίου η ακμή φτάνει έως το 13ο αι. π.Χ. Στο τέλος του 1ου αι. μ.Χ. τη χώρα κατέλαβαν οι Φίννοι, οι οποίοι προέρχονταν από την Εσθονία, και δημιούργησαν μία πρωτόγονη οικονομία βασισμένη στο κυνήγι των γουνοφόρων ζώων. Από τα τέλη του 8ου αι. και έως το 1100 η σημερινή Φινλανδία χρησιμοποιείται από τους Βίκιγκς, οι οποίοι αποικίζουν σποραδικά τμήματά της.
Στα μέσα του 12ου αι. η χώρα καταλήφθηκε από το βασιλιά της Σουηδίας Έρικ Θ’ τον Άγιο, ο οποίος εγκατέστησε Σουηδούς αποίκους στα παράλια του Βοθνικού κόλπου και εισήγαγε τον χριστιανισμό στην Φινλανδία. Την σουηδική κυριαρχία στη χώρα επιβεβαίωσε το 1323 η συνθήκη του Πάχκινασααρι (σημερινό Σλισελμπούργκ στην Περιφέρεια Λένινγκραντ), με την οποία η σημερινή Φινλανδία εντάχθηκε στο σουηδικό βασίλειο, ενώ και η περιοχή της Καρελίας διαιρέθηκε μεταξύ της Σουηδίας και του Νόβγκοροντ. Το 1362 οι Φινλανδοί απέκτησαν ίσα δικαιώματα ως υπήκοοι του σουηδικού βασιλείου. Η φινλανδική γραμματεία εγκαινιάστηκε το 1542 με το συγγραφικό έργο του επισκόπου του Ώμπο. Το 1550 ιδρύθηκε η πόλη του Ελσίνκι από το Σουηδό βασιλιά Γουσταύο Α’ με την ονομασία Χέλσιγκσφορς. Οικίστηκε από εμπόρους ως ανταγωνιστική πόλη του Ταλίν, το οποίο άκμαζε εμπορικά στη βόρεια Βαλτική και τελούσε υπό την προστασία της Χανσεατικής Ένωσης. Το 1556 η Φινλανδία απέκτησε το καθεστώς του δουκάτου παραμένοντας στη σουηδική επικράτεια. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Γουσταύου Α’ ολοκληρώθηκε η προσχώρηση των κατοίκων της χώρας στο λουθηρανισμό. Την ίδια περίοδο ο δούκας Ιωάννης Γ’ διεκδίκησε αποτυχημένα την αναίμακτη ανεξαρτησία της χώρας. Για δύο δεκαετίες, 1570-1595, η φινλανδική επικράτεια γίνεται σκηνικό της πολεμικής αντιπαράθεσης Ρωσίας και Σουηδίας. Η αυτονομία της Φινλανδίας καταργήθηκε από τον Κάρολο Θ’. Στις αρχές του 17ου αι. η χώρα επανακτά τη θέση της ως ξεχωριστού δουκάτου στο πλαίσιο του σουηδικού βασιλείου, στα χρόνια του Γουσταύου Β’ (βασ. 1611-1632). Στα μέσα του ίδιου αιώνα σημειώθηκε νέος ρωσοσουηδικός πόλεμος με εχθροπραξίες στο φινλανδικό έδαφος, ενώ ο μεγάλος λιμός των ετών 1695-1697 οδήγησε στην απώλεια του ενός τετάρτου του πληθυσμού της χώρας. Σχεδόν για μία δεκαετία, μεταξύ 1713-1721, η Φινλανδία γνώρισε τη ρωσική κατοχή. Το 1743 τμήμα της Φινλανδίας παραχωρήθηκε στη Ρωσική αυτοκρατορία.
Το 1808 οι Ρώσοι εισέβαλαν και κατέλαβαν το φρούριο του Σβέαμποργκ (Σουόμενλινα) αποκτώντας βάση στην περιοχή του Ελσίνκι. Η σουηδική κυριαρχία έπαψε το 1809, καθώς οι Φινλανδοί αναγκάστηκαν, μετά την πολεμική αποτυχία, να αναγνωρίσουν ως μεγάλο δούκα της χώρας τους τον τσάρο της Ρωσίας. Η Σουηδία υποχρεώθηκε να αποδεχθεί τα τετελεσμένα με τη συνθήκη του Φρεντριχάμν. Οι Ρώσοι επανέφεραν την Καρελία στην επικράτεια του δουκάτου και το 1812 επέλεξαν για διοικητικό κέντρο της χώρας το Ελσίνκι αντί της πόλης Τούρκου, την έως τότε πρωτεύουσα, ενώ ένα χρόνο πριν ιδρύθηκε η κεντρική τράπεζα του δουκάτου. Τα χρόνια της ρωσικής κυριαρχίας στη Φινλανδία συνδέθηκαν ποικιλοτρόπως με την αφύπνιση του εθνικού συναισθήματος των Φινλανδών. Το 1863 η φινλανδική απέκτησε επίσημη ισοτιμία με τη σουηδική ως γλώσσα του δουκάτου. Δίπλα στη γερουσία, που λειτουργούσε από την έναρξη της ρωσικής κυριαρχίας, δημιουργήθηκε το Λάνταγκ, ένα δεύτερο κοινοβουλευτικό σώμα. Το 1865 εισήχθη η κυκλοφορία φινλανδικού νομίσματος, ενώ το 1879 οι Φινλανδοί απέκτησαν το προνόμιο να επανδρώνουν δικά τους στρατιωτικά σώματα και να διατηρούν ανεξάρτητο σύστημα στρατολογίας. Στα τέλη του 19ου αι. η στάση της Ρωσίας άλλαξε και άρχισε να επιβάλλεται εκρωσισμός της χώρας και να εφαρμόζεται καταπίεση στη χρήση της φινλανδικής γλώσσας. Το 1899 το κοινοβούλιο της Φινλανδίας υποβιβάστηκε σε ανεξούσιο συμβούλιο από τον τσάρο Νικόλαο Β’. Με την αυγή του 20ού αι. οι Φινλανδοί απομακρύνθηκαν από τη στελέχωση των διοικητικών υπηρεσιών και αντικαταστάθηκαν από Ρώσους, ενώ ήδη από το 1903 ο Ρώσος γενικός διοικητής Βόβρικοφ επέκτεινε μονομερώς τις εξουσίες του. Το 1904 δολοφονήθηκε και ανέλαβε ο μετριοπαθέστερος Σάουμαν.
Το 1905 η επανάσταση στην Ρωσία πρόσφερε την ευκαιρία στους Φινλανδούς να κηρύξουν γενική απεργία, με την οποία κερδήθηκε η αποκατάσταση των παλαιότερων αυτοδιοικητικών δικαιωμάτων. Το 1906 στις εκλογές του κοινοβουλίου εγκαινιάστηκε το δικαίωμα της καθολικής ψηφοφορίας των Φινλανδών που περιλάμβανε και τις γυναίκες. Οι Φινλανδές υπήρξαν οι πρώτες Ευρωπαίες που απέκτησαν πλήρη πολιτική ισοτιμία προς τους άνδρες. Στα τέλη της δεκαετίας η καταπίεση επανήλθε και η γερουσία της χώρας στελεχώθηκε από Ρώσους. Καταργήθηκαν επίσης τα φινλανδικά στρατιωτικά σώματα και απαγορεύτηκε η στρατιωτική υπηρεσία στους Φινλανδούς. Επιπλέον, ο τσαρικός στρατός εγκαταστάθηκε μόνιμα στο φινλανδικό έδαφος και το κοινοβούλιο διαλύθηκε. Αρκετοί Φινλανδοί γνώρισαν την εξορία ή τη φυλάκιση. Κατά τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο αρκετοί είναι οι Φινλανδοί που κατέφυγαν στην Γερμανία. Η ρωσική κυβέρνηση του Κερένσκι, μετά την πτώση του τσάρου, επέτρεψε τη σύγκληση του φινλανδικού κοινοβουλίου, το οποίο προχώρησε στην ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Φινλανδίας. Οι Ρώσοι αντέδρασαν με τη διάλυση του κοινοβουλίου. Με το ξέσπασμα της επανάστασης των μπολσεβίκων η Φινλανδία τελικά ανεξαρτητοποιήθηκε, ενώ το 1918 ξέσπασε εμφύλιος μεταξύ κομμουνιστών (κόκκινων) και συντηρητικών (λευκών). Οι λευκοί, με την καθοδήγηση του παλιού αξιωματικού του τσαρικού στρατού Γκούσταφ Έμιλ Μάνερχαϊμ, επικράτησαν και δολοφόνησαν αρκετούς από τους αντιπάλους τους. Το 1919 ψηφίστηκε το σύνταγμα της χώρας, ενώ πρώτος πρόεδρος της Φινλανδίας εκλέχτηκε ο Κάαρλο Στώλμπερυ. Το 1920 η επαναστατική κυβέρνηση της Ρωσίας και η Φινλανδία υπέγραψαν τη συνθήκη του Ταρτού, με την οποία οι Σοβιετικοί αναγνώρισαν τη φινλανδική ανεξαρτησία και τα σύνορα μεταξύ των δύο χωρών. Το ζήτημα των νησιών Όλαντ επιλύθηκε το 1921 στο πλαίσιο της Κοινωνίας των Εθνών, έπειτα από τη διάσκεψη του Λονδίνου, στην οποία αποφασίστηκε η παραμονή τους στην επικράτεια του νέου κράτους με την αναγνώριση αυτονομίας. Το 1922 πραγματοποιήθηκε αναδασμός υπέρ των ακτημόνων και των μικροκαλλιεργητών, στους οποίους στήριξε τη δύναμή του το «Αγροτικό Κόμμα». Το 1925 πρόεδρος εκλέχτηκε ο Λ. Κ. Ρελάντερ.
Στις 30 Νοεμβρίου του 1939 οι Σοβιετικοί εισέβαλαν στη Φινλανδία, δίχως να της κηρύξουν επίσημα τον πόλεμο. Αιτία ήταν η άρνηση των Φινλανδών, υπό τον εθνικιστή στρατηγό Μάνερχαϊμ, να δεχτούν την απόδοση φινλανδικών εδαφών στην ΕΣΣΔ, ώστε να δημιουργηθεί προστατευτική ζώνη γύρω από το τότε Λένινγκραντ. Η ανακωχή του Μαρτίου του 1940 βρήκε τα σοβιετικά στρατεύματα προωθημένα στο φινλανδικό έδαφος και κατέχοντας περίπου το ένα δέκατο της φινλανδικής επικράτειας. Η προώθηση των Σοβιετικών επιτεύχθηκε, όμως, έπειτα από βαριές και ταπεινωτικές απώλειες, ειδικά κατά τη διάρκεια του χειμώνα 1939-1940 (σχεδόν ολοσχερής απώλεια της 8ης στρατιάς του Κόκκινου Στρατού στη λίμνη Λάντογκα). Την συνοριογραμμή του 1940 αναγκάστηκε να αναγνωρίσει η ηττημένη φινλανδική κυβέρνηση με τη συνθήκη της Μόσχας, στα τέλη του ίδιου χρόνου. Ακολούθησαν δύο ακόμη πόλεμοι μεταξύ Φινλανδίας και ΕΣΣΔ. Στον πρώτο από αυτούς οι Φινλανδοί, συμμαχώντας με τους ναζί, αποκατέστησαν τα παλιά τους σύνορα και τα επεξέτειναν σε βάρος της ΕΣΣΔ. Όμως, στον δεύτερο, (1944) που συνδυάστηκε και με τις συνεχείς ήττες και την υποχώρηση των Ναζί, η ΕΣΣΔ επανέφερε τα σύνορα στην οριογραμμή του 1940, παρά την εκ νέου προβολή σθεναρής αντίστασης από τον μικρό φινλανδικό στρατό. Ο πρόεδρος Ρίτι παραιτήθηκε το 1944 και η ανακωχή υπογράφτηκε από τον Μάνερχαϊμ, ο οποίος εγκατέλειψε την εξουσία το 1946. Νέος πρόεδρος έγινε ο Γιούχο Παασικίβι. Στη συνθήκη ειρήνης του Παρισιού (1947) η Φινλανδία αποδέχτηκε τη σε βάρος της οριογραμμή που αποτελεί και τα σύνορα της χώρας σήμερα προς τη Ρωσία. Εκτός των πολεμικών αποζημιώσεων σε βιομηχανικό υλικό, η χώρα υποχρεώθηκε σε αυστηρή ουδετερότητα και διπλωματική δορυφοροποίηση υπό την πίεση της ισχυρότατης ΕΣΣΔ (εξ ου και ο όρος «φινλανδοποίηση»).
Μετά τη συμφωνία ειρήνης το 1952 η ΕΣΣΔ συναίνεσε στο να επιστρέψει στη Φινλανδία τη στρατηγικής σημασίας χερσόνησο Πόρκαλα και το λιμάνι Χάνκο νοτιοδυτικά του Ελσίνκι, τα οποία κατείχε στρατιωτικά από το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Την ίδια χρονιά το Ελσίνκι φιλοξένησε τους Ολυμπιακούς αγώνες. Από τη δεκαετία του 1950 στην πολιτική ζωή της Φινλανδίας κυρίαρχη υπήρξε η φυσιογνωμία του Ούρχο Κέκονεν, αρχηγού του «Αγροτικού Κόμματος» (από το 1965 «Κόμμα του Κέντρου»), ο οποίος διατέλεσε πρωθυπουργός για έξι χρόνια (1959-1956), πριν μεταπηδήσει στην προεδρία της χώρας, όπου παρέμεινε μέχρι το 1981. Την επόμενη χρονιά (1982) τον διαδέχτηκε ο Μ. Χ. Κόιβιστο. Τη δεκαετία του 1980 η χώρα γνώρισε παρατεταμένους μεγάλους ρυθμούς ανάπτυξης. Το 1987 ο Χάρι Χόλκερι έγινε ο πρώτος συντηρητικός πρωθυπουργός έπειτα από δεκαετίες, ενώ το 1991, για πρώτη φορά από τη δεκαετία του 1950, η κυβερνητική συμμαχία δεν περιέλαβε το «Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Φινλανδίας». Πρωθυπουργός επικεφαλής του κυβερνητικού συνασπισμού ανέλαβε ο Έσκο Άχο από το «Κεντρώο Κόμμα». Το επόμενο έτος υπογράφηκε συμφωνία με την Ρωσία, που σήμανε τη ριζική μεταβολή του επιπέδου των σχέσεων στις οποίες είχε υποχρεωθεί η Φινλανδία να διατηρεί με την ΕΣΣΔ κατά τον ψυχρό πόλεμο. Ο Μάρτι Άχτισααρι του «Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος» εκλέχτηκε στην προεδρία της χώρας το 1994, ενώ τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς διεξήχθη δημοψήφισμα, το οποίο ενέκρινε τη συμφωνία ένταξης στην ΕΕ. Το 1995 η Φινλανδία έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το «Σοσιολδημοκρατικό Κόμμα» τέθηκε επικεφαλής του συνασπισμού κομμάτων που κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές. Με τις προεδρικές εκλογές του 2000 η χώρα απέκτησε για πρώτη φορά γυναίκα πρόεδρο, την Τ. Χάλονεν, πρώην υπουργό Εξωτερικών και υποψήφια του «Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος», ενώ το Ελσίνκι έγινε η πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης για την ίδια χρονιά. Το 2002 η χώρα υιοθέτησε το ευρώ, ενώ μετά τις βουλευτικές εκλογές του 2003 ο κεντροδεξιός συνασπισμός κομμάτων ανέλαβε το σχηματισμό κυβέρνησης. Στις 22 Ιουνίου 2010, έπειτα από την παραίτηση του πρωθυπουργού Μάτι Βάνχανεν νέα πρωθυπουργός ανέλαβε η Μάρι Κιβίνιεμι.
Η οικονομία της Φινλανδίας στηρίζεται στην εκμετάλλευση του δασικού πλούτου. Η γεωργία είναι περιορισμένη• η καλλιεργούμενη έκταση καλύπτει μικρό μονάχα τμήμα της συνολικής επιφάνειας της χώρας και βρίσκεται κυρίως στις νότιες περιοχές. Τα σημαντικότερα γεωργικά προϊόντα είναι τα δημητριακά, οι πατάτες, τα ζαχαρότευτλα και τα λαχανικά. Η κτηνοτροφία είναι αρκετά αναπτυγμένη και βρίσκεται σε διαρκή ανοδική πορεία. Περιλαμβάνει βοοειδή, πρόβατα, χοίρους και στις βορειότερες περιοχές τάρανδους και γουνοφόρα ζώα. Η παραγωγή των κτηνοτροφικών προϊόντων (τυριού, βουτύρου) είναι μεγάλη. Η αλιεία είναι αναπτυγμένη στα θαλασσινά παράλια (ρέγκες, σολομοί, πέρκες, μουρούνες, μπακαλιάροι), ενώ η αλίευση (κυρίως πέστροφας και σολομού) στα ποτάμια είναι σχετικά περιορισμένη λόγω της μεταφοράς με αυτά ξυλείας.
Από το υπέδαφος της Φινλανδίας εξάγονται χαλκός, σίδηρος, ψευδάργυρος, νικέλιο, χρυσός, άργυρος, ψευδάργυρος, κοβάλτιο, μόλυβδος, ενώ στο Βορρά υπάρχουν σημαντικά αποθέματα τύρφης. Γρανίτης, βανάδιο και ασβεστολιθικά πετρώματα αποτελούν επίσης αντικείμενο εξόρυξης.
Η σπουδαιότερη βιομηχανική δραστηριότητα της χώρας σχετίζεται με την εκμετάλλευση των δασών. Παράγονται τεράστιες ποσότητες κοντραπλακέ (πρώτη παραγωγός στον κόσμο), χαρτομάζας, ξυλοπολτού και κυτταρίνης. Η δασική βιομηχανία ευνοείται, επίσης, από τη μεταφορά της ξυλείας μέσω των λιμνών και των ποταμών. Η εκβιομηχάνιση της Φινλανδίας στους άλλους τομείς άρχισε μετά το τέλος του β’ παγκόσμιου πολέμου. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η βιομηχανία μηχανοκατασκευών, που δημιουργήθηκε από την υποχρέωση της Φινλανδίας να αποζημιώσει –μετά την ήττα της στον πόλεμο– την ΕΣΣΔ με πλοία και άλλο βιομηχανικό εξοπλισμό. Εκτός, όμως, από τη μεταλλουργία, τη μηχανουργία και τη σιδηρουργία, σημαντικές είναι και οι βιομηχανίες ειδών διατροφής, χημικών προϊόντων, υφαντουργίας, ελαστικού, κεραμικής κτλ. Ως συνέπεια των σχετικών επενδύσεων, η Φινλανδία ανέπτυξε ιδιαίτερα τον τομέα που αφορά την παραγωγή προϊόντων νέας τεχνολογίας και ειδικά ηλεκτρονικών, ενώ είναι, επίσης, πρωτοπόρος στην ναυπηγική βιομηχανία.
Η βιομηχανική ανάπτυξη βασίζεται και στις αξιόλογες ποσότητες τύρφης του υπεδάφους της βόρειας Φινλανδίας που συνιστούν την κυριότερη από τις ενεργειακές πηγές της χώρας. Η Φινλανδία στηρίζεται ακόμη στα υδροηλεκτρικά αλλά και στα πυρηνικά εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.
Το εμπόριο της Φινλανδίας διεξάγεται πρωτίστως με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σταδιακά αναπτυσσόμενος τομέας της οικονομίας της χώρας είναι και ο τουρισμός. Η Φινλανδία αποτελεί ελκυστικό τουριστικό προορισμό λόγω του πανέμορφου φυσικού της τοπίου, των μεγάλων δασωδών εκτάσεων και των περιοχών των λιμνών και των νησιών. Η ιδιόμορφη φινλανδική ουδετερότητα κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου συνδυάστηκε με τη φιλοξενία στο Ελσίνκι σημαντικών πολιτικών διασκέψεων και συναντήσεων, με αποτέλεσμα η χώρα να αποκτήσει το αναγκαίο κύρος και τις υποδομές, ώστε ο τουρισμός συνεδρίων να συμβάλλει από την πλευρά του στην αύξηση των ξένων επισκεπτών.
Οι Φινλανδοί, που συνιστούν πάνω από το 90% του πληθυσμού, έχουν τόσο φιννοουγγρική όσο επίσης σκανδιναβική και βαλτική προέλευση. Τα μέλη της σουηδικής μειονότητας εκτός από τα νησιά Όλαντ κατοικούν στις δυτικές και τις νοτιοδυτικές περιοχές της χώρας. Οι Λάπωνες (Σάμι), φιννοουγγρικής καταγωγής πληθυσμός, είναι παραδοσιακά εγκαταστημένοι στον Αρκτικό κύκλο. Στη χώρα ζει επίσης μειονότητα ρωσικής καταγωγής πολιτών.
Η φινλανδική, που είναι η κυρίως ομιλούμενη γλώσσα της χώρας, ανήκει στο φιννοουγγρικό κλάδο της ουροαλταϊκής οικογένειας. Έχει δύο διαλέκτους, τη δυτική και την ανατολική ή καρελική, εκ των οποίων η πρώτη χρησιμοποιείται στη Φινλανδία περισσότερο. Η λαπωνική ανήκει και αυτή στις φιννοουγγρικές γλώσσες και μιλιέται από τους Σάμι. Η Σουηδική εκτός από γλώσσα της εθνικής Σουηδικής μειονότητας είναι μαζί με τη Φινλανδική και επίσημη γλώσσα της χώρας.
Οι Φινλανδοί στη μεγάλη τους πλειονότητα είναι Προτεστάντες και υπάγονται στην Ευαγγελική Λουθηρανική Εκκλησία της Φινλανδίας. Επίσης, η Φινλανδική Ορθόδοξη Εκκλησία που μαζί με την Ευαγγελική Λουθηρανική αναγνωρίζονται ως εθνικές εκκλησίες της Φινλανδίας, έχει 58.000 μέλη. Ακόμα, υπάρχουν 9.000 Ρωμαιοκαθολικοί (Ουνίτες σε κάποιο ποσοστό), 50.000 Πεντηκοστιανοί καθώς και Προτεστάντες άλλων ομολογιών, κυρίως Βαπτιστές και Μεθοδιστές. Ο Ανιμισμός μεταξύ των Σάμι είναι σε ένα βαθμό ασκούμενη λατρεία.
Οι πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές της Φινλανδίας είναι οι νότιες, κυρίως κατά μήκος των ακτών. Αντίθετα, η περιοχή της Λαπωνίας είναι εξαιρετικά αραιοκατοικημένη (2 κάτ. ανά τ. χλμ.). Η πρωτεύουσα της χώρας, το Ελσίνκι, αποτελεί πνευματικό και βιομηχανικό κέντρο και το σημαντικότερο λιμάνι στον Κόλπο της Φινλανδίας. Από τις άλλες φινλανδικές πόλεις οι μεγαλύτερες είναι η Έσποο (περ. 210.000 κάτ.), Δ του Ελσίνκι, η Τάμπερε (193.174 κάτ.), σημαντικό κέντρο της νοτιοδυτικής Φινλανδίας, η Τουρκού (172.107 κάτ.), λιμάνι στη Βαλτική θάλασσα, η παλαιότερη πόλη της Φινλανδίας και πρωτεύουσά της έως τις αρχές του 19ου αι., η Όουλου (117.670 κάτ.), στο βάθος του Βοθνικού κόλπου, απέναντι από το νησί Χαϊλουότο, η Λάχτι (περ. 100.000 κάτ.), παραλίμνια πόλη στο νότιο τμήμα της χώρας, και η Κουόπιο (περ. 90.000 κάτ.), στη λίμνη Κάλαβεσι.

Ο συνολικός πληθυσμός (εκτ. 2013) είναι 5.266.114 κάτοικοι.[3] Σύμφωνα με εκτιμήσεις για το 2013, το προσδόκιμο ζωής στους άνδρες είναι 76,09 χρόνια, στις γυναίκες 83,15 χρόνια και στο σύνολο του πληθυσμού τα 79,55 χρόνια.[3]
Ήδη από το σύνταγμα του 1919 το πολίτευμα της Φινλανδίας είναι η κοινοβουλευτική δημοκρατία, με αυξημένο θεσμικό ρόλο του προέδρου της δημοκρατίας. Ο αρχηγός του κράτους εκλέγεται κάθε εξαετία με καθολική ψηφοφορία. Στην περίπτωση που την απόλυτη πλειοψηφία δε συγκεντρώσει κανένας από τους υποψηφίους, ο ανώτατος άρχοντας αναδεικνύεται έμμεσα από σώμα εκλεκτόρων, οι οποίοι όμως ορίζονται ύστερα από καθολική ψηφοφορία. Την εκτελεστική εξουσία ασκεί η κυβέρνηση και τη νομοθετική το κοινοβούλιο (εντουσκούντα), του οποίου τα μέλη εκλέγονται για τετραετή θητεία.
Διοικητικά η Φινλανδία υποδιαιρείται σε 6 περιοχές και 9 επαρχίες, οι οποίες διοικούνται από αξιωματούχους που ορίζονται από την κεντρική εξουσία. Αντίθετα, αυτοδιοικητικοί θεσμοί ισχύουν για τις μικρότερες γεωγραφικές και διοικητικές υποδιαιρέσεις. Στα νησιά Όλαντ υπάρχει τοπικό κοινοβούλιο στο πλαίσιο της αυτονομίας που τους έχει παραχωρηθεί.
Το βιοτικό και μορφωτικό επίπεδο των Φινλανδών είναι ιδιαίτερα υψηλό. Εκτός από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Φινλανδία συμμετέχει στον αμυντικό οργανισμό «Σύμπραξη για την Ειρήνη», που συντονίζει τη δράση τρίτων χωρών με το ΝΑΤΟ.

Tags: