Η Κως είναι νησί του Αιγαίου. Έχει πληθυσμό 34.280 κατοίκους (απογραφή 2011) και είναι το τρίτο μεγαλύτερο νησί της Δωδεκανήσου σε έκταση μετά τη Ρόδο και την Κάρπαθο και το δεύτερο σε πληθυσμό μετά τη Ρόδο. Η επιφάνεια του νησιού είναι 290,3 τ.χλμ. με ακτογραμμή 112 χιλιομέτρων. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η Κως, όπου είναι και το κύριο λιμάνι του νησιού. Απέχει από τον Πειραιά 200 ναυτικά μίλια.
Είναι πλούσιο σε ιστορικά μνημεία νησί και παρουσιάζει αξιόλογο αρχαιολογικό και τουριστικό ενδιαφέρον. Αποκαλείται επίσης και «νησί του Ιπποκράτη», του πατέρα της ιατρικής, επειδή εκεί γεννήθηκε ο Ιπποκράτης. Η σημερινή Κως είναι ένα σύγχρονο τουριστικό νησί με πολλές δυνατότητες σε θέματα διαμονής, φαγητού, σπορ, εκδρομών, ψυχαγωγίας. Το πλέον αξιοσημείωτο στοιχείο που χαρακτηρίζει το νησί είναι οι ατελείωτοι ποδηλατόδρομοι, γι' αυτό και πολύ συχνά η Κως χαρακτηρίζεται ως το νησί του ποδηλάτου.
Τα σημάδια του χρόνου και της διαδρομής των πολιτισμών και των λαών που πέρασαν από την Κω είναι ζωντανά μέχρι και σήμερα. Από τη μυθολογική εποχή του Ηρακλή και του Βασιλιά Χάρμυλου και την Ελληνιστική εποχή του Ασκληπιείου, του αρχαίου σταδίου, της αρχαίας αγοράς και του αρχαίου θεάτρου μέχρι τη σημερινή εποχή με τις σύγχρονες υποδομές και τους οικισμούς της φέρουν τα σημάδια πολλών λαών και πολιτισμών. Η ονομασία του νησιού επιδέχεται πολλές ερμηνείες. Μια εκδοχή είναι ότι ίσως προέρχεται από την Καρική λέξη κοιον, δηλ. πρόβατο λόγω της διαδεδομένης εκτροφής των προβάτων με πλούσιο μαλλί.
Αρχαιότητα
Το νησί κατοικήθηκε από τους Προϊστορικούς χρόνους. Αποικίστηκε αρχικά από τους Κάρες και στους ιστορικούς χρόνους δέχτηκε Δωριείς από την Αργολίδα. Τον 7ο-6ο αι. π.Χ., η Κως μαζί με τις πόλεις Κνίδο, Αλικαρνασσό, Ιάλυσο, Κάμειρο και Λίνδο, αποτέλεσε τη Δωρική εξάπολη. Το 500 π.Χ. κατακτήθηκε από τους Πέρσες, από τους οποίους ελευθερώθηκε το 479 π.Χ. και έγινε μέλος της Αθηναϊκής Συμμαχίας. Γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη τον 4ο αι. π.Χ. κυρίως ύστερα από την εγκαθίδρυση της νέας πόλης της Κω (366 π.Χ.) στην Β.Α. ακτή του νησιού, στη θέση της σημερινής πρωτεύουσας. Στην Κω γεννήθηκε ο πατέρας της Ιατρικής Ιπποκράτης (460-357 π.Χ.), μετά το θάνατο του οποίου καθιερώθηκε στο νησί το Ασκληπιείο. Κατακτήθηκε από το Μέγα Αλέξανδρο το 366 π.Χ.
Μεσαίωνας
Στα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το νησί παρήκμασε, αλλά γνώρισε νέα ακμή στους Βυζαντινούς χρόνους. Λεηλατήθηκε από τους Σαρακηνούς (11ο αι. μ.Χ.), πέρασε στους Γενοβέζους, τους Ενετούς και το 1315 στους Ιππότες του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη.
Νεότερα χρόνια
Το 1522 κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς, ενώ το 1912 περιήλθε στους Ιταλούς. Στις 3 Οκτωβρίου 1943 καταλήφθηκε από Γερμανικά στρατεύματα και στις 9 Μαΐου 1945 πέρασε στα χέρια των Άγγλων. Στις 7 Μαρτίου 1948 πραγματοποιήθηκε η ενσωμάτωση του νησιού με την Ελλάδα.
Το νησί της Κω πλήγηκε από σεισμούς κατά τα έτη 142, 469, 554 και 1933.
Η Κως αποτελεί το τρίτο σε μέγεθος και δεύτερο σε γονιμότητα εδάφους και πληθυσμό (μετά τη Ρόδο) νησί της Δωδεκανήσου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του Αιγαίου απέναντι από τα Μικρασιατικά Παράλια. Το μήκος της είναι 37 χιλιόμετρα, η περιφέρειά της 112 χιλιόμετρα και το εμβαδόν της 288 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Αποτελείται από πέντε χωριά: το Ασφενδιού, το Πυλί, την Αντιμάχεια και την Κέφαλο (Μαρκόγλου,1992,σ.20). Οι κάτοικοί της ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με τη γεωργία, αφού το επίπεδο και εύφορο του νησιού το επέτρεπε από την αρχαιότητα ακόμα. Ο πληθυσμός της αμιγής ελληνικός ακολούθησε από την αρχαιότητα την τύχη των υπόλοιπων περιοχών που εξαρτιόνταν από την Αθηναϊκή Δημοκρατία τους Ρωμαίους, το Βυζάντιο μέχρι να καταλήξουν μαζί με την υπόλοιπη Ελλάδα στους Τούρκους. Η γλώσσα που ομιλείτο ήταν αυτή των υπολοίπων νησιών του Αιγαίου από την αρχαιότητα η ελληνική (Nicholas, 2004, σ.312).
Στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας η Κως ανήκε διοικητικά στο σαντζάκι (διοικητική περιφέρεια) της Χίου που και αυτό με τη σειρά του υπαγόταν διοικητικά στο Βιλαέτι των Νήσων του Αρχιπελάγους. Στα νησιά του Αρχιπελάγους που δεν είχαν κατακτηθεί με τη βία ο σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής παραχώρησε το δικαίωμα της αυτοδιοίκησης που στηριζόταν στην κοινοτική οργάνωση. Μοναδική υποχρέωση είχαν να πληρώνουν τον φόρο (maktou) με τον οποίο σαν έσοδο – προικοδότηση ενισχύονταν απευθείας τα ευαγή φιλανθρωπικά ιδρύματα που ο σουλτάνος είχε ιδρύσει στη Ρόδο (Λουκάτος, 1977, σ.380).
Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει πλήρη θρησκευτική ανεξαρτησία. Εκτός όμως από τις εκκλησιαστικές αυτές αρμοδιότητες, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ασκεί και πολιτικές λειτουργίες, σημαντικότερη των οποίων είναι η οργάνωση της εκπαίδευσης . Ο εκάστοτε Πατριάρχης όμως, ως «Mıllıyet Başı» (Εθνάρχης) των χριστιανών Ορθοδόξων, έχει ως σταθερό στόχο τη μεγαλύτερη δυνατή διεύρυνση των εξουσιών του, σε σημείο που να θεωρείται ότι υποκαθιστά το βυζαντινό αυτοκράτορα στις νομοθετικές, δικαστικές και οικονομικές δικαιοδοσίες του. Δεν είναι υπερβολή να υποστηριχθεί ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης από πνευματικός καθοδηγητής, ουσιαστικά μετεξελίσσεται σε πολιτικό ηγέτη των ορθοδόξων χριστιανών (Πανταζόπουλος, 1975, σ.5-6).
Μπόρεσαν λοιπόν σε αυτά τα νησιά οι ελληνορθόδοξες κοινότητες να καταστούν ισχυροί αυτοδιοικητικοί φορείς μέσω της επιλογής επιφανών μελών της τοπικής κοινωνίας στη δημογεροντία. Η επιλογή της δημογεροντίας γινόταν ανάμεσα σε 12 υποψήφιους από επιτροπή με προεδρεύοντα τον Καϊμακάμη (Τούρκος Διοικητής) και μέλος τον Μητροπολίτη του Νησιού η τον Αρχιερατικό Επίτροπο (Λουκάτος, 1977, 380). Οι εξουσίες όμως των δημογερόντων στην Κω ήταν δοτές αφού αυτοί διορίζονταν από τους τσιφλικάδες και δεν εκλέγονταν από το λαό όπως γίνονταν σε γειτονικά νησιά ,π.χ. στην Κάλυμνο (Χατζηβασιλείου, 1990, σ.364).
Το σύστημα αξιών που ξεκινώντας από το Μεσαίωνα και μέχρι περίπου τα τέλη του 19ου αιώνα ίσχυε στην οθωμανική αυτοκρατορία καθοριζόταν από το περιεχόμενο του ιερού τους βιβλίου. Το Κοράνι για τους Τούρκους και τους Οθωμανούς γενικότερα, (όπως στους χριστιανούς τα ευαγγέλια) έδινε λύσεις στα εμφανιζόμενα προβλήματα ανάμεσα στους δύο λαούς. Για τους Οθωμανούς το Κοράνι πρόσταζε ανοχή έναντι των «λαών της Βίβλου» οι οποίοι υποτάσσονται χωρίς αντίσταση και κατέβαλλαν ανελλιπώς τους φόρους τους (Πατούρης, 2010, σ.33).
Μετά το πέρας των Οθωμανικών κατακτήσεων, στα τέλη του 16ου αιώνα, στην οικονομική και κοινωνική ζωή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας συντελούνται βασικές αλλαγές, με κυριότερη την εδραίωση του συστήματος των τσιφλικιών, που αποτελεί στην πραγματικότητα την εδραίωση και ολοκλήρωση του φεουδαρχικού συστήματος. Με τις συνεχείς κατακτήσεις, όσο η οθωμανική «γη» μεγάλωνε, ο σουλτάνος είχε τη δυνατότητα να παραχωρεί στους αξιωματούχους του εκτάσεις για νομή και καλλιέργεια. Όταν οι κατακτήσεις σταμάτησαν μπροστά στην πύλη της Βιέννης (με σημαντική εξαίρεση την κατάληψη της Κρήτης, το 1669), τότε το πεπερασμένο πλέον των οθωμανικών εδαφών σταμάτησε και αυτή τη διαδικασία παραχώρησης γης. Την επέκταση των τιμαρίων διαδέχεται τώρα μια ουσιαστική μεταβολή στην ιδιοκτησία τους: από κρατικές παραχωρημένες γαίες, τα τιμάρια μετατρέπονται σε ιδιωτικές κληρονομητές εκτάσεις, οι καλλιεργητές των οποίων βαρύνονται με συγκεκριμένες αποδόσεις απέναντι στο χωροδεσπότη κατά τα φεουδαρχικά πρότυπα. Αυτό είναι το σύστημα των τσιφλικιών, με τις πολλές επιπτώσεις στην οικονομική και πολιτική ζωή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Γιαννόπουλος, 1975, σ.108-109).
Το συγκρότημα των Νότιων Σποράδων, γνωστά σαν Δωδεκάνησα, νησιά που συνορεύουν με την άγονη κατά κανόνα ακτή της Δυτικής Μικράς Ασίας, περιήλθαν στον έλεγχο του οθωμανικού κράτους στις αρχές της τρίτης δεκαετίας του 16ου αιώνα μετά την κατάληψή τους, από το κράτος των ιπποτών του Αγίου Ιωάννη (Κουτσουράδης, 2011, σ.23).
Οι Μωαμεθανοί την περίοδο των κατακτήσεων αποτελούσαν λαό πολεμιστών, γεγονός που προϋπόθετε ότι για την ευόδωση των σκοπών τους έπρεπε να διατηρήσουν τον πολεμικό τους χαρακτήρα και να παραμείνουν απερίσπαστοι στο κατακτητικό τους έργο. Η απαίτηση αυτή ήταν ένας από τους λόγους που τους ώθησε να αναγνωρίσουν τους θρησκευτικούς ηγέτες των χριστιανών και τις δικαιοδοσίες, την εξουσία τους επί των πιστών, ήδη από την περίοδο των αραβικών κατακτήσεων, διατηρώντας την αρμοδιότητα - συνήθως έναντι χρηματισμού – της επικυρώσεως της εκλογής τους. Οι κατακτητές συμπεριφέρθηκαν στους υπόδουλους χριστιανούς και στις Εκκλησιαστικές και Κοινοτικές αρχές τους όπως και στα προβλήματα που τους απασχολούσαν με τρόπο αντιφατικό, που τον προσδιόριζε η σκοπιμότητα, ο χρηματισμός, οι προσωπικές αποφάσεις και επιθυμίες χωρίς να αποτελεί εμπόδιο σε αυτή την αντιμετώπιση ο νόμος, το δίκαιο, οι δεσμεύσεις τους. Ακόμη και η τυπική ισχύς των προνομίων που παραχώρησε ο Μωάμεθ Β΄ στον Πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο έπρεπε να επιβεβαιωθεί σε κάθε περίπτωση αλλαγής Πατριάρχη ή Σουλτάνου (Παπαρρηγύπουλος, 1932, σ.71).
Η Κως όπως και η Ρόδος ανήκε στα μη προνομιούχα νησιά (που είχαν απαλλαγή καταβολής φόρου (Λογοθέτης, 1994, 94-123)) αφού αντιστάθηκε στους Τούρκους κατακτητές. Ο κατακτητής εφάρμοσε και στην Κω ότι εφάρμοσε σε όλες τις χώρες τις κτήσεις. Διένειμε δηλαδή όλη την εύφορη και καλλιεργήσιμη γη και τις δενδρόφυτες εκτάσεις στους πασάδες και άλλους τιτλούχους της αυτοκρατορίας υποχρεώνοντας τους πρώην ιδιοκτήτες τους να γίνουν δουλοπάροικοι στα άλλοτε κτήματά τους (Καραναστάσης, 1979. σ.22).
Όσον αφορά την επαρχιακή διοίκηση, την εποχή που εξετάζουμε οι μεγάλες διοικητικές περιφέρειες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας λεγόντουσαν εγιαλέτια (eyâlet), που ήταν τα παλαιά μπεηλερµπεηλίκια. Υποδιαίρεση του εγιαλετιού ήταν το σαντζάκι. Στις αρχές του 17ου αιώνα τα εγιαλέτια ήταν 32, ενώ τη δεύτερη και την τρίτη δεκαετία του 19ου είχαν περιοριστεί σε 20. Παρακάτω υπήρχαν, όπως και πριν, τα σαντζάκια, οι καζάδες και οι ναχιχιέδες (Νικολάου, 2012, σ.25).
Η Κως είχε ενοικιαστεί από τον Μουχουρντάρ Εφέντη (σφραγιδοφύλακα). Αυτός υπενοικίαζε τις εκτάσεις της σε Μουσουλμάνους οι οποίοι φτάνοντας στο νησί επεδίωκαν τον γρήγορο και εύκολο πλουτισμό μέσω της επαχθούς φορολόγησης (Πατούρης, 2010, σ.43). Σταδιακά με την εξασθένηση της κεντρικής εξουσίας ισχυροποιήθηκαν άτομα που δεν ανήκαν στον διοικητικό μηχανισμό της αυτοκρατορίας. Αυτοί, επειδή η υποτίμηση του τουρκικού νομίσματος συνεχιζόταν, έκαναν επενδύσεις των χρημάτων τους στη γη για να τα εξασφαλίσουν. Μάλιστα αυτοί αποτελούσαν πολλές φορές και ισχυρούς τοπικούς παράγοντες του πολιτικοστρατιωτικού μηχανισμού της αυτοκρατορίας ή υψηλούς αξιωματούχους που ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη και πετύχαιναν µε διάφορες πιέσεις και εκβιασμούς να αγοράζουν μικρές, μεσαίες ή μεγάλες ιδιοκτησίες ή ακόμα και ολόκληρα χωριά, τα ονομαζόμενα κεφαλοχώρια ή ελευθεροχώρια, σε πολύ χαμηλές τιμές και να τα μετατρέπουν σε τσιφλίκια. Στο καινούργιο γαιοκτητικό καθεστώς που διαμορφώθηκε ο τσιφλικάς (προύχοντας) συγκέντρωνε ευρύτερες δικαιοδοσίες πάνω στην εκμετάλλευση του καλλιεργητή χωρικού. Σε περίπτωση µη αποδοχής των όρων εκμίσθωσης ο τσιφλικάς είχε το δικαίωμα να εκδιώκει τους καλλιεργητές (Νικολάου, 2012, σ.28).
Στις 3 Νοεμβρίου 1839 εγκαινιάσθηκε στην οθωμανική αυτοκρατορία η περίοδος των μεταρρυθμίσεων. Είναι περισσότερο γνωστή ως περίοδος του Τανζιμάτ. Εκείνη τη περίοδο ο σουλτάνος Αβδούλ Μετζήτ εξέδωσε στο ανάκτορο του Γκιούλ Χανέ το ομώνυμο Χάττ-ι-Σερίφ. Αυτό το αυτοκρατορικό διάταγμα διαβεβαίωνε τον σεβασμό της ζωής, της τιμής και της περιουσίας όλων γενικά των υπηκόων του σουλτάνου, εισήγαγε μεταρρυθμίσεις στην απονομή της δικαιοσύνης και την φορολογία. Καταργούσε την εκληπτορία (ενοικίαση φόρων και άλλων προσόδων του δημοσίου) καθιέρωνε την γενική στράτευση και επέβαλλε την ισότητα όλων των Οθωμανών υπηκόων ενώπιον των νόμων, ανεξάρτητα από το θρήσκευμα και την φυλή τους. Η θέσπιση του Χάττ-ι-Σερίφ ήταν αποτέλεσμα εσωγενών και εξωγενών παραγόντων στην αυτοκρατορία, που είχαν διδάξει στους Τούρκους ιθύνοντες ότι η μόνη οδός για να μη συρρικνωθεί το κράτος ήταν ο εκσυγχρονισμός των θεσμών και ο εξευρωπαϊσμός των δομών του (Παπαστάθης,2010, σ.16).
Στην Κω τα πράγματα την περίοδο αυτή δεν ήταν διαφορετικά από όσα ίσχυαν στην υπόλοιπη Ελλάδα. Ο σουλτάνος Μαχμούτ ο Β’ το 1835 και οι διάδοχοί του που ακολούθησαν, στα πλαίσια της καλής θέλησης παραχωρούν με φιρμάνια προνόμια που για αιώνες ίσχυαν και στα άλλα νησιά (Μαρκόγλου,1992, σ.26). Συν τω χρόνω όμως οι κάτοικοι αποκτούν κάποια πολιτικά δικαιώματα, όπως τη δυνατότητα απόκτησης κυριότητας σε ακίνητα, συναλλασσόμενοι με αυτό τον τρόπο με τους Τούρκους, πασάδες. Μπόρεσαν με αυτό τον τρόπο να αγοράσουν αρκετά ακίνητα από τους Τούρκους (Καραναστάσης, 1979. σ.27). Στο πέρασμα του χρόνου στη Κω όλα τα κτήματα των πασάδων μεταβιβάστηκαν (εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων) στην κατοχή λίγων προυχόντων και μερικών μπέηδων της Χώρας (Χατζηβασιλείου, 1990, σ.364).
Με τη λήξη του Κριμαϊκού Πολέμου, η Υψηλή Πύλη επιδιώκοντας να αναγνωρισθεί ο σουλτάνος ως Ευρωπαίος ηγεμόνας, με δυνατότητα συμμετοχής στις διασκέψεις πανευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, παγκοσμίου μάλλον με τον τότε διεθνή συσχετισμό των Μεγάλων Δυνάμεων. Θεωρήθηκε όμως σαν απαραίτητη, προϋπόθεση για την αναγνώριση αυτή, και προβλήθηκε από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις η παραχώρηση του δικαιώματος της ισότητας σε όλους τους Οθωμανούς υπηκόους. Για τον λόγο αυτόν, κατά τον Φεβρουάριο 1856, ο Αβδούλ Μετζίτ εξέδωσε τον χάρτη του Χαττ-ι-Χουμαγιούν (Παπαστάθης,2010, σ.17).
Με αυτόν παρέχονταν σε όλους τους υπηκόους της τουρκικής αυτοκρατορίας εγγυήσεις, για την ζωή και την περιουσία τους, καθώς και ισότητα δικαιωμάτων, ανεξάρτητα από θρήσκευμα, εθνική καταγωγή και οικονομική κατάσταση. Επικαιροποιούσε τα προνόμια, που κατά καιρούς είχαν χορηγηθεί στα μη μουσουλμανικά μιλλέτια. Κάθε θρησκευτική κοινότητα, ήταν από εδώ και πέρα υποχρεωμένη να προτείνει μεταρρυθμίσεις στο καθεστώς της, όπως αυτές επιβάλλονταν από τις επιταγές της εποχής. Επιβεβαιωνόταν η αυτοτέλεια των διαφόρων θρησκευμάτων στα εσωτερικής φύσης θέματά τους και η ισότιμη συμμετοχή των λαϊκών στην διοίκηση των κοινοτήτων και την απονομή της δικαιοσύνης με την ίδρυση μικτών διοικητικών συμβουλίων και μικτών δικαστηρίων (θρησκευτικοί λειτουργοί και λαϊκοί) αντίστοιχα. Το ιερονομικό δίκαιο (σαρία) έπαυσε να είναι η επίσημη κρατική νομοθεσία. Η διοίκηση των «εθνικών» (εσωτερικών) υποθέσεων των χριστιανικών και των ισραηλιτικών κοινοτήτων καθίστατο ομοιόμορφη και ενιαία σε όλη την έκταση της αυτοκρατορίας. Η διοίκησή τους ανήκε πλέον σε συμβούλια, τα μέλη των οποίων εκλέγονταν κατ’ αρχήν από το σύνολο των ενηλίκων αρρένων μελών τους (Παπαστάθης, 2010, σ.17).
Την θέση σε ισχύ του Χαττ-ι-Χουμαγιούν ακολούθησε με αργή διαδικασία η δημοσίευση διαφόρων νόμων και οδηγιών της Υψηλής Πύλης σχετικών με την εφαρμογή του. Οι διατάξεις αυτές κατέστησαν διττό το περιεχόμενο του όρου «κοινότητα». Σε ευρεία έννοια σήμαινε το «Κοινόν», το σύνολον των ομοθρήσκων ή ομόδοξων υπηκόων, που υπάγονταν σε συγκεκριμένη και από την Υψηλή Πύλη αναγνωρισμένη θρησκευτική αρχή και κατοικούσαν σε ολόκληρη την έκταση της αυτοκρατορίας ή έστω σε ευρείες περιοχές της, ανάλογα με το εδαφικό κλίμα της θρησκευτικής τους αρχής. Σε στενή έννοια «κοινότητα» σήμαινε τους ομοθρήσκους ή ομόδοξους συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής. Σε μια πόλη ή ένα χωριό συνυπήρχαν επί μέρους κοινότητες, επειδή ακριβώς η ύπαρξή τους ως κοινότητες βρισκόταν σε άμεση συνάφεια με το θρήσκευμά τους και την αναγνωρισμένη αρχή του, και δεν σχετιζόταν με την γλώσσα, την φυλή ή την εθνική τους συνείδηση. Παράλληλα, σε κάθε πόλη λειτουργούσε δημοτική αρχή. Η σύσταση και λειτουργία της δεν εξαρτάται από το θρήσκευμα ή τα θρησκεύματα των κατοίκων (Παπαστάθης,2010, σ.18).
Μετά τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), την επέκταση των Ρώσων στη Μαύρη Θάλασσα και την παραχώρηση δικαιωμάτων στους Έλληνες εμπόρους, οι οποίοι τελούν υπό την προστασία της Ρωσίας, απελευθερώνονται οι εμπορικοί δρόμοι, με συνέπεια την ταχύτατη διακίνηση των αγαθών και των ιδεών, δέκτες των οποίων έγιναν οι ελληνικές κοινότητες της διασποράς, στις οποίες ο Ευρωπαϊκός διαφωτισμός θα ασκήσει μεγάλη επίδραση (Δημαράς, 1983, σ. 23).
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, που είχε πρωτοστατήσει τους προηγούμενους αιώνες στην παιδεία του Γένους, θα πάρει τώρα συντηρητικές θέσεις και θα πολεμήσει τις νέες ιδέες και τους φορείς τους (Νικολάου, 2012, σ.6).
Η ίδρυση του ελληνικού κράτους και η συν τω χρόνω μετατροπή του σε εθνικό κέντρο όλων των Ελλήνων λειτούργησε ώστε με την οριοθέτηση του γεωγραφικού χώρου να δημιουργηθούν δύο κατηγορίες Ελλήνων, αυτοί που ζούσαν μέσα στα όρια του νεοσύστατου κράτους, οι Ελλαδίτες - Έλληνες και όσοι εξακολουθούσαν να ζουν έξω από αυτό, οι Έλληνες (Μαυρίδης, 2009, σ.37). Στην περίοδο της απολυταρχίας του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίντ του Β΄ (1876-1909), και κατά τις μεταρρυθμίσεις που καθιέρωσε στο πνεύμα του Τανζιμάτ (μεταρρύθμιση), η προσπάθεια για την ισότητα όλων των υπηκόων της αυτοκρατορίας, ανεξαρτήτως θρησκεύματος, που – σε συνδυασμό με τις υπέρογκες σπατάλες των Οθωμανών αξιωματούχων - οδήγησαν την Αυτοκρατορία στην χρεοκοπία (το έτος 1875), (Παπακωνσταντίνου, 2012, σ.6), τα προνόμια τότε που είχαν παραχωρηθεί στις Ελληνορθόδοξες Κοινότητες άρχισαν να περιορίζονται.
Με την άνοδο του Τρικούπη στην εξουσία ξεκινάει η πολιτική επιβολής του ελληνικού κράτους ως εθνικό κέντρο του ελληνισμού. Πρακτικά αυτό σήμαινε διεκδίκηση των προνομίων του Πατριάρχη στο όνομα των προνομίων του Γένους. Το Πατριαρχείο αντιδρά στη διείσδυση αυτή του ελληνικού κράτους προσαρμοζόμενο στις απαιτήσεις της εποχής στην αρχή με δυναμισμό και επιθετικότητα (δεκαετία 1880) και καταλήγει παθητικά και αμυντικά το 1908 (Μαυρίδης, 2009, σ.38). Προσπαθεί λοιπόν να αντιμετωπίσει δυναμικά τον κίνδυνο αναλαμβάνοντας για πρώτη και τελευταία φορά να γίνει το ίδιο φορέας παιδείας, και ως προς το ιδεολογικό όσο και στο εκπαιδευτικό περιεχόμενο.
Στο 1908 με την άνοδο των Νεότουρκων στην εξουσία και την κατάργηση της μοναρχίας του σουλτάνου στην Τουρκία, οι Δωδεκανήσιοι όπως όλοι οι ελληνικές περιοχές που βρίσκονταν κάτω από τον τούρκικο ζυγό ένιωσαν ανακούφιση αφού υπήρχε η ελπίδα πως με τη ανακήρυξη τουρκικού συντάγματος που διακήρυττε της αρχές της δικαιοσύνης, ανεξιθρησκίας, και ισοπολιτείας, θα δημιουργείτο ένα καθεστώς φιλελεύθερο, και σύμφωνο με τις αρχές της ισοπολιτείας (Χατζηβασιλείου, Β. σ.376). Οι ελπίδες όμως αυτές γρήγορα θα διαψευστούν αφού η Τουρκία με το σύνταγμα του 1908 καθιέρωσε την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία καταργώντας το απαλλακτικό φόρο (σαλγέν) που πλήρωναν μέχρι τότε. Το σύνταγμα του 1908 δημιουργούσε νέες ρήξεις με το πληθυσμό των νησιών αφού καταργούσε τα προνόμια της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας, και έθετε την παιδεία των Οθωμανών κάτω από την επίβλεψη του τουρκικού Υπουργείου Παιδείας. Επομένως ενώ διατηρείται το δικαίωμα της ξεχωριστής εκπαίδευσης, αυτό γίνεται αποκόπτοντας την οριστικά από την θρησκευτική εξουσία, αυτό βέβαια σημαίνει απώλεια εκ μέρους του Πατριαρχείου του προνομίου πολιτικής νομιμοποίησης της εκπροσώπησης και διαχείρισης των ελευθεριών των Ρωμιών (Μαυρίδης, 2009, σ.42).
Διοικητικά τώρα μετά την επανάσταση των Νεότουρκων το 1908, δημιουργείται ο καζάς η καϊμακαμία (επαρχία) της Κω, με ναχιέ (τμήμα) τη Νίσυρο.
Τη περίοδο εκείνη η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα και η ανεξαρτησία του βουλγαρικού κράτους θα κινητοποιήσουν τον ελληνισμό της Μακεδονίας και της Θράκης προς την κατεύθυνση διεκδίκησης των εθνικών του δικαιωμάτων. Η απάντηση των Τούρκων θα γίνει με τη λήψη ακόμα σκληρότερων μέτρων κατά της Εκκλησίας και της εκπαίδευσης των κατοίκων των περιοχών αυτών (Χατζηβασιλείου, 1990, σ.377).
Την ίδια περίοδο στην Ελλάδα το σύστημα ιδεών που καλλιεργείται είναι ο γαλλικός εθνικισμός της Τρίτης Δημοκρατίας. Όχι μόνο ως μόνο πατριωτικό αλλά και ως αμυντικό αφού συγκροτήθηκε σαν απάντηση στην απειλή του σοσιαλιστικού διεθνισμού. Με κατεξοχήν αποδέκτη τον Ίων Δραγούμη βρήκε γόνιμο έδαφος στα ελληνικά ιδεολογικά πεδία, τόσο σε επίπεδο εθνικής ολοκλήρωσης όσο και ως πολιτικό σύστημα (Μαυρίδης, 2009, σ.43). Ως προς το επίπεδο εθνικής ολοκλήρωσης έδινε το αίτιο διεκδίκησης αλύτρωτων εδαφών τόσο πριν όσο και μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους.
Με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις να ενδιαφέρονται πρώτιστα για την προστασία των συμφερόντων τους και της διατήρησης άθικτου του κύρους της Τουρκικής κυβέρνησης, το αποτέλεσμα ήταν να αποφεύγεται κάθε επέμβαση η ανάμειξη τους στις υποθέσεις της αυτοκρατορίας.
Αντίστοιχη στάση θα κρατήσουν οι Μεγάλες Δυνάμεις και στο θέμα της Δωδεκανήσου, αν και έδειχναν διάθεση προστασίας των προνομίων των μικρών νησιών (εξαιρουμένων σε κάποιες περιπτώσεις της Ρόδου και Κω) κατά καιρούς , και αυτό γιατί για την Τουρκία δεν είχαν καμιά αξία ούτε και από στρατηγικής απόψεως αφού δεν είχε τις απαιτούμενες ναυτικές δυνάμεις για να τα υπερασπιστεί
Οικισμοί
Στην Κω, εκτός από την πρωτεύουσα, την πόλη της Κω, υπάρχουν και έξι μεγάλα χωριά, η Κέφαλος, η Καρδάμαινα, η Αντιμάχεια, το Μαστιχάρι, το Πυλί και το Ζιπάρι. Με τις τελευταίες αλλαγές στην νομοθεσία έγινε ενιαίος δήμος Κω, ενσωματώνοντας τους τέως δήμους Δικαίου και Ηρακλειδών.
• Κως
• Αντιμάχεια
• Ζηπάρι
• Ζιά
• Καρδάμαινα
• Κέφαλος
• Μαρμάρι
• Μαστιχάρι
• Πυλί
• Τιγκάκι
• Τα ερείπια της αρχαίας πόλης μαζί με τα ελληνιστικά και ρωμαϊκά οικοδομήματα κοντά στο λιμάνι: Στην περιοχή αυτή υπάρχουν τμήματα της Αρχαίας Αγοράς (4ου - 3ου αι. π.Χ.), η Μεγάλη Στοά (Καμάρα του Φόρου) και άλλες μικρότερες στοές με ιερά αφιερωμένα στο Διόνυσο, την Αφροδίτη και τον Ηρακλή. Στο εσωτερικό της πόλης το Ωδείο (3ου αι. π.Χ.) καλά διατηρημένο με 12 κερκίδες και θολωτές στοές, η Κάζα Ρομάνα αναστηλωμένο ρωμαϊκό αρχοντικό με θαυμάσια μωσαϊκά. Επίσης το Ξυστό (μέρος του Γυμναστηρίου)(2ου αι. π.Χ.) με δεκαέξι αναστηλωμένες κολώνες από τις εβδομήντα που το αποτελούσαν συνολικά, τα δύο κτίρια που στέγαζαν τα ελληνιστικά και ρωμαϊκά λουτρά και ένα μέρος του Ρωμαϊκού δρόμου με μάρμαρα, μωσαϊκά και ψηφιδωτά. Εντός της σύγχρονης πόλης βρίσκεται και το Αρχαίο Στάδιο της Κω στη διασταύρωση των οδών 31ης Μαρτίου και Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το στάδιο βρίσκεται μπροστά στο παρεκκλήσι της Αγίας Άννας (ΝΔ των ερειπίων των βόρειων Θερμών) και ανήκει στο πρώτο μισό του 2ου π.Χ αιώνα. Στο λιμάνι της Κω βρίσκεται το Κάστρο της Νεραντζιάς και αποτελεί το σημαντικότερο και καλύτερα διατηρημένο κάστρο του νησιού.
• Αρχαιολογικό μουσείο: Βρίσκεται στην πλατεία Ελευθερίας και περιλαμβάνει συλλογή με ευρήματα προϊστορικά, γλυπτά ελληνιστικά και κλασικά μικρά αγάλματα της Αφροδίτης, του Έρωτα, της Δήμητρας, του Ιπποκράτη, επιγραφές και ψηφιδωτά με παραστάσεις και αρχιτεκτονικά μαρμάρινα μέρη ναών και κτιρίων.
• Το κάστρο των Ιπποτών: Χτισμένο στη δεξιά μεριά του λιμανιού, αποτελεί το επιβλητικότερο μνημείο της Ενετοκρατίας. Διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση και αποτελεί κλασικό δείγμα επιβλητικής αμυντικής της εποχής του. Έχει διπλό τείχος και τάφρο. Κατασκευάστηκε το 15ο αι. αλλά ολοκληρώθηκε το 16ο αι..
• Ο πλάτανος του Ιπποκράτη: Ένα τεράστιο δέντρο με περίμετρο κορμού περίπου 12 μέτρα. Πιστεύεται ότι φυτεύτηκε από τον Ιπποκράτη πριν 2400 χρόνια περίπου και ότι κάτω απ' τη σκιά αυτού του δέντρου δίδαξε ο Ιπποκράτης την Ιατρική στους μαθητές του. Μια γέφυρα συνδέει το σημείο, όπου βρίσκεται ο πλάτανος, με το Κάστρο των Ιπποτών.
• Το Ασκληπιείο της Κω: Είναι το πιο διάσημο σημείο της Κω και άρχιζε να χτίζεται τον 4ο αι. π.Χ.. Βρίσκεται σε απόσταση 4 χλμ. από την πόλη μέσα σε άλσος με κυπαρίσσια και επρόκειτο για το μεγαλύτερο θεραπευτήριο της Αρχαίας Ελλάδας. Από το ναό του Ασκληπιού σώζονται μόνο τα θεμέλια και λίγες κολώνες, ενώ κολώνες σώζονται και από τη στοά που φέρεται ότι στέγαζε την Ιατρική Σχολή του Ιπποκράτη. Σε κοντινή απόσταση υπήρχαν κατά την αρχαιότητα θερμές πηγές με τρεχούμενα ιαματικά νερά.
• Το Μουσουλμανικό Τέμενος της Λόζιας: Κτίστηκε από το Γαζή Πασά το 1786. Βρίσκεται δίπλα στον πλάτανο του Ιπποκράτη. Αποτελείται από ευρύχωρο νάρθηκα και το κυρίως τζαμί.
• Το τέμενος Defterdar βρίσκεται στην πλατεία Ελευθερίας και πήρε το όνομά του από τον Υπουργό Οικονομικών του Σουλτάνου Ibrahim Efendi που το έκτισε την περίοδο του 1780.
• Παλιό Πυλί. Τρία χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του χωριού Πυλί και περίπου 17 χιλιόμετρα από την πόλη της Κω, σε υψόμετρο 300 μέτρων, βρίσκονται ερείπια του μεσαιωνικού οικισμού 'Παλιό Πυλί', γνωστού και ως 'Μυστράς των Δωδεκανήσων'. Ο βυζαντινός οικισμός, χτισμένος σε φυσική οχυρή θέση και προστατευμένος από ισχυρό κάστρο στην κορυφή απόκρημνου υψώματος, χρονολογείται τουλάχιστον από τον 11ο αιώνα μ.Χ. Κατά τον 15ο αιώνα όταν οι Ιωαννίτες Ιππότες κατέλαβαν το νησί συντήρησαν και ενίσχυσαν το κάστρο με σκοπό να ενισχύσουν την άμυνα της περιοχής. Στον οικισμό σώζονται πολλές βυζαντινές εκκλησίες ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζουν η εκκλησία της Υπαπαντής του 14ου αι. με ξυλόγλυπτο τέμπλο και κίονες από προϋπάρχοντα αρχαίο ναό καθώς και ο ναός των Ταξιαρχών. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ιδρυτής της Ι.Μ Πάτμου όσιος Χριστόδουλος ίδρυσε αρχικά εδώ μονή, την Μονή των Καστριανών το καθολικό της οποίας διασώζεται μέχρι τις μέρες μας ως εκκλησία της Υπαπαντής ή Φλεβαριώτισσας από την ημερομηνία εορτασμού της.
• Ο Ναός του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου ήταν αρχικά παλαιοχριστιανικό Βαπτιστήριο του 5ου-6ου αιώνα, το οποίο ανήκε σε βασιλική. Βρίσκεται στο κοιμητήριο της Κω και χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα ως κοιμητηριακή εκκλησία της πόλης Κω. Είναι ίσως το μοναδικό παλαιοχριστιανικό Βαπτιστήριο που σώθηκε σχεδόν ακέραιο ως τις μέρες μας. Πρόκειται για κτίσμα που περιστοιχιζόταν από φαρδείς, θολωτούς διαδρόμους των οποίων βρέθηκαν μόνο τα θεμέλια. Εξωτερικά έχει σχήμα τετραγώνου, άλλα εσωτερικά είναι κυκλικό με 4 κόγχες στις γωνίες και μια στην μέση τη ανατολικής πλευράς. Ωστόσο οι τοίχοι του εμφανίζουν συνολικά 8 κοιλώματα μαζί με εκείνο της εισόδου στα δυτικά, έτσι που τα 7 κοιλώματα να μοιάζουν με ιερά βήματα. Αυτός είναι και ο λόγος που η δεύτερη ονομασία του Ναού είναι και «Επτά Βήματα». Στον Ναό πρόσφατα αποκαλύφθηκαν τοιχογραφίες του 12ου-13ου αιώνα, με σκηνές από τη ζωή του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου.
• Το κάστρο της Αντιμάχειας βρίσκεται στο κέντρο του νησιού της Κω, νοτιοανατολικά του χωριού της Αντιμάχειας και αποτελεί ένα αξιόλογο μεσαιωνικό οχυρό. Το κάστρο χτίστηκε μεταξύ του 1322 και του 1346, ενώ συμφώνα με ιστορικές αναφορές του 14ου αιώνα στο κάστρο λειτουργούσε και φυλακή για τους καταδικασθέντες ιππότες. Το κάστρο είναι κτισμένο στην κορυφή ενός λόφου και έχει θέα στα νότια παράλια της Κω. Το κάστρο έχει τριγωνικό σχήμα με κορυφή προς τα ανατολικά. Κάθε πλευρά του κάστρου αποτελεί ανεξάρτητη οχυρωματική γραμμή, η οποία ακολουθεί τη διαμόρφωση του εδάφους. Στην είσοδο υπάρχει ένας ογκώδης προμαχώνας σε σχήμα μισοφέγγαρου με βαθιές πολεμίστρες. Το κάστρο ανακαινίσθηκε από τους Ιωαννίτες ιππότες το 1494 έπειτα από καταστρεπτικό σεισμό. Ενισχύθηκαν και αναστηλώθηκαν τα υπάρχοντα τείχη και κατασκευάστηκαν επάλξεις διαφόρων ειδών κατά μήκος του εξωτερικού τείχους. Στο εσωτερικό του κάστρου σώζονται ερείπια του παλαιού οικισμού της Αντιμάχειας, πολλές στέρνες καθώς και δύο παλιές εκκλησίες. Ο οικισμός εγκαταλείφτηκε το 1840.
• Η σπηλιά της Άσπρης Πέτρας, ηλικίας 100-140 εκ. χρόνων, βρίσκεται σε υψόμετρο 257 μέτρων νοτιοδυτικά του νησιού, στο βουνό Ζηνί της Κεφάλου, και ανασκάφθηκε από τον Alessandro Della Seta, Διευθυντή της Ιταλικής Αρχαιολογικής σχολής της Αθήνας και τον αρχαιολόγο Doro Levi το 1922. Στη σπηλιά απλώνονταν ξερά και συμπαγή στρώματα που επέτρεψαν τη συνεχή χρήση της για κατοίκηση, μετά από περίοδο που χρησιμοποιήθηκε ως τόπος λατρείας. Τα ευρήματά της χρονολογούνται από την Προϊστορική μέχρι και τη Ρωμαϊκή εποχή. Στο εσωτερικό της βρέθηκαν ανθρώπινα απολιθώματα και πολλά αγγεία με ποικίλες μορφές και διαστάσεις με κυρίαρχο τον τύπο των στρογγυλεμένων τοξοειδών λαβών. Αντίθετα σπάνιζαν τα όπλα, που αποτελούνταν από λίγες λεπίδες και αιχμηρούς πυρήνες οψιδιανού λίθου (ηφαιστειογενούς πέτρας), που προέρχονταν από το νησί Γυαλί κοντά στη Νίσυρο. Τα υπολείμματα των τροφών που βρέθηκαν στην σπηλιά φανερώνουν ένα λαό αφοσιωμένο στη βοσκή των ζώων. Αξιοσημείωτη ήταν η παρουσία λάκκων γεμάτων με ωοειδείς μυλόπετρες. Η σπηλιά θεωρείται ως ένα από τα παλαιότερα μνημεία του νησιού.
• Ο Ναός του Ηρακλή κοντά στον Πλάτανο του Ιπποκράτη χρονολογείται στον 2ο αι. π.Χ. και είναι χτισμένος επάνω σε ανάχωμα τραπεζοειδούς σχήματος. Στο βόρειο άκρο του αναχώματος υπήρχε ορθογώνιος ναός από τον οποίο διατηρούνται η ευθυντήρια, το κρηπίδωμα και ο ορθοστάτης. Έχει χαρακτηριστεί ως Ναός του Ηρακλή χάρη σε μια επιγραφή που βρέθηκε στο χώρο, καθώς και άλλα ευρήματα που σχετίζονται με το μύθο του Ηρακλή. Σύμφωνα με ιστορικές πηγές, μετά την ισοπέδωση του γύρω χώρου τον 2ο και 3ο αιώνα μ.Χ. δημιουργήθηκε ένα περιστύλιο με ψηφιδωτά σ’ ένα από τα οποία απεικονίζεται το «Συμπόσιο του Ηρακλή». Στον ίδιο χώρο βρίσκονται κτίρια από μεταγενέστερες χρονικές περιόδους, όπως ένα μικρό κτήριο θερμών και ένα βαπτιστήριο.
• Ο ναός του Απόλλωνα στην Καρδάμαινα (Αλάσαρνα κατά την αρχαιότητα) αποτέλεσε ένα μεγαλοπρεπές κτίριο των Ελληνιστικών χρόνων. Τα θεμέλια του ναού αποκαλύφθηκαν κάτω από κτίριο της παλαιοχριστιανικής εποχής, γεγονός που ενισχύει την άποψη πως η ζωή στον οικισμό εκτεινόταν πέραν της ύστερης αρχαιότητας. Η Αλάσαρνα αποτελούσε θρησκευτικό κέντρο παράλληλα με το Ασκληπιείο της Κω ακόμη και μετά την ίδρυση της νέας Κω (336 π. Χ.) Δυστυχώς, μεγάλο τμήμα του ναού καταστράφηκε κατά τη θεμελίωση ξενοδοχείου της περιοχής. Από το ιερό έχουν μέχρι σήμερα ανασκαφεί τρία οικοδομήματα: Το οικοδόμημα Α αποκαλύφθηκε το 1981 και περιέχει το γνωστό από επιγραφές ιερό του Απόλλωνα στην αρχαία Αλάσαρνα. Το οικοδόμημα Β το οποίο πιθανότατα αποτελούσε βωμό ή επικλινή είσοδο στο ναό. Το οικοδόμημα Γ, το οποίο αποκαλύφθηκε το 1995 και ίσως αποτελεί ναό των Ύστερων Κλασικών ή Πρώιμων Ελληνιστικών χρόνων. Ο ναός ανακαλύφθηκε κατόπιν σωστικής ανασκαφής που πραγματοποίησε η αρχαιολόγος της ΚΒ’ Εφορίας Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου Χ. Κάντζια και από το 1985. Οι ανασκαφές συνεχίζονται από ομάδα διδακτικού προσωπικού του Πανεπιστημίου Αθηνών σε συνεργασία με ομάδες φοιτητών.
• Στην είσοδο του χωριού της Κεφάλου, διακρίνονται τα λείψανα του Κάστρου της Κεφάλου. Το κάστρο είναι κατασκευασμένο από μικρές πέτρες και στο εσωτερικό του υπάρχουν υδατοδεξαμενές. Το κάστρο χρονολογείτε από την βυζαντινή εποχή με την παλαιότερη αναφορά σε αυτό να χρονολογείται στο στο 1271. Το 1457 χρησιμοποιήθηκε με επιτυχία για την απόκρουση της τουρκικής επίθεσης. Το 1493 και έπειτα από τον μεγάλο σεισμό που έπληξε το νησί, καταστράφηκε σχεδόν ολόκληρο με αποτέλεσμα να εγκαταλειφθεί το 1505. Σήμερα, από το ερειπωμένο κάστρο ο επισκέπτης μπορεί να απολαύσει την πανοραμική θέα προς τον κόλπο της Κεφάλου.
• Σε απόσταση 42 χιλιομέτρων από την πόλη της Κω, στο χωριό Κέφαλος και συγκεκριμένα στην παραλία Καμάρι απέναντι από το νησάκι «Καστρί» βρίσκονται το σύμπλεγμα δύο παλαιοχριστιανικών βασιλικών του Αγίου Στεφάνου. Οι βασιλικές αυτές χρονολογούνται στο 469 και στο 554 μ.χ. Ανακαλύφθηκαν το 1932 από τον Ιταλό αρχαιολόγο Luciano Laurenzi και αποτελούν αξιοθέατο για τον πλούτο, την εξαιρετική θέση, το μέγεθος και τα εντυπωσιακά ψηφιδωτά τους.
• Αλυκή Τιγκάκι: Μεταξύ των παραθαλάσσιων οικισμών Τιγκάκι και Μαρμάρι στη βόρεια πλευρά του νησιού βρίσκεται η προστατευόμενη περιοχή της Αλυκής, η οποία λειτούργησε μέχρι και το 1989 ως χώρος παραγωγής θαλάσσιου αλατιού. Δύο χείμαρροι μαζί με θαλασσινό νερό το οποίο εισέρχεται μέσω αγωγού τροφοδοτούν μία λιμνοθάλασσα αλμυρού – υφάλμυρου νερού. Τα τελευταία χρόνια η είσοδος θαλασσινού νερού τους καλοκαιρινούς μήνες είχε σαν αποτέλεσμα τη συγκράτηση νερού καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους αλλάζοντας έτσι την υδροπερίοδο του υγροτόπου από εποχιακή σε μόνιμη. Σήμερα η περιοχή προστατεύεται από τις συνθήκες Ramsar και Natura και φιλοξενεί είδη της τοπικής πανίδας και χλωρίδας, καθώς και πληθώρα αποδημητικών πτηνών. Στην περιοχή απατώνται διάφορα είδη βλάστησης, όπως υπερυδατική, θαμνώδη, υγρολιβαδική, αλοφυτική κ.α. με αγριοκάλαμα, βούρλα και αρμυρίκια. Η αλυκή του Τιγκακίου φιλοξενεί ποικίλα ειδών χλωρίδας και πανίδας. Οι πελεκάνοι και οι ερωδιοί αποτελούν ορισμένα από τα είδη πουλιών τα οποία συναντώνται στην αλυκή κατά τη διάρκεια του έτους. Οι νεροχελώνες και τα νερόφιδα αποτελούν μερικά από τα αξιόλογα είδη ζώων που συναντώνται στην περιοχή.
• Τα Θερμά ή αλλιώς Εμπρός Θέρμες βρίσκονται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού περίπου 13 χλμ από την πόλη της Κω. Η περιοχή πήρε το όνομά της από τις θερμές πηγές που αναβλύζουν αιώνες τώρα. Πρόκειται για ιαματικές πηγές το νερό των οποίων είναι πλούσιο σε Ασβέστιο, Κάλιο, Νάτριο, Θείο και Μαγνήσιο, συστατικά που θεωρούνται κατάλληλα για την ίαση δερματικών, αρθριτικών, και ρευματικών παθήσεων, αλλά και για την αισθητική του δέρματος. Η θερμοκρασία των νερών κυμαίνεται από 30-50 βαθμούς. Στο μπροστινό μέρος της παραλίας έχει δημιουργηθεί μια μικρή λίμνη που διαχωρίζεται από την υπόλοιπη παραλία με βράχια που επιτρέπουν στο θαλασσινό νερό να εισέρχεται και να δροσίζει τα καυτά νερά. Η παραλία αυτή είναι κατάλληλη για όλες τις ηλικίες και για όλες τις εποχές. Η μετάβαση μπορεί να γίνει με ιδιωτικό μεταφορικό μέσο ή λεωφορείο.
• Η λίμνη του Πυλίου ή Νερομάνα αποτελεί μία μικρή τεχνητή λίμνη γλυκού νερού που δημιουργήθηκε από περιμετρικό φράγμα σε περιοχή με καρστικές πηγές. Παλαιότερα η συγκεκριμένη λίμνη πότιζε όλο τον κάμπο. Η λίμνη βρίσκεται 1,5 χιλιόμετρα βορειοανατολικά από τον οικισμό του Πυλίου και απέχει περίπου 14 χιλιόμετρα από την πόλη της Κω, έχει έκταση 2 έως 3 στρέμματα. Κτίστηκε τη δεκαετία του 1920 έπειτα από εντολή των Ιταλών κατακτητών για την καταπολέμηση της λειψυδρίας που μάστιζε την περιοχή. Παλαιότερα η περιοχή αποτελούσε σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες ένα τεράστιο λιβάδι – βάλτο με βούρλα, του οποίου η προσπέλαση ήταν εξαιρετικά δύσκολη με τα μέσα της συγκεκριμένης εποχής. Σήμερα φιλοξενεί διάφορα είδη ζώων όπως Νεροχελώνες, πάπιες, Κουνουπόψαρα και χέλια. Η βλάστηση που επικρατεί στην περιοχή αποτελείται από αγριοκάλαμα του γλυκού νερού, λεύκες και πικροδάφνες.
• Το Όρος Δίκαιος, γνωστό στους αρχαίους ως Ωρομέδων, Ωρίων ή Δίκαιον, είναι το ψηλότερο βουνό της Κω, με υψόμετρο 846 μ. Η προέλευση του ονόματός του είναι άγνωστη. Ο κύριος ορεινός όγκος του Δίκαιου δομείται από ασβεστόλιθους και μάρμαρα, καθώς και μεγάλες μάζες πλουτωνιτών και ηφαιστιτών. Στην επαφή των ηφαιστιτών με τους ασβεστόλιθους και τα μάρμαρα αναπτύσσεται κατά τόπους μεταλλοφορία, με χαρακτηριστικές αποθέσεις πολύχρωμων οξειδίων μετάλλων. Η κατανομή των υψομέτρων είναι ασύμμετρη. Στα νότια της κορυφογραμμής και σε απόσταση το πολύ 2 χλμ., το όρος έχει μεγάλη κλίση προς τη θάλασσα. Αντίθετα, η απόσταση ανάμεσα στην κορυφογραμμή και την ακτή βορείως του άξονα του όρους είναι 6-7 χλμ. Το ίδιο το σχήμα του νησιού καθορίζεται από τους άξονες των πτυχώσεων και την κατεύθυνση των ρηγμάτων, ενώ οι ρεματιές έχουν κατεύθυνση κάθετη προς αυτήν, όπως φαίνεται γύρω από την κορυφή του Δίκαιου προς την πλευρά του Ασφενδιού. Λείψανα μεσαιωνικού οικισμού, δεξαμενές νερού, οπτόπλινθοι και άφθονα πήλινα όστρακα που προέρχονται από διάφορες εποχές φανερώνουν έντονη ανθρώπινη δραστηριότητα στην περιοχή κατά τους αρχαίους και μέσους χρόνους.
Αρχιτεκτονική
Η αρχιτεκτονική της Κω είναι ιδιαίτερη, γιατί έχει δεχτεί πολλές επιδράσεις από το ξένο στοιχείο. Κατά την Οθωμανική περίοδο, η πόλη είχε όλα τα χαρακτηριστικά των λεγόμενων πόλεων–παζαριών. Η ζωή περιοριζόταν στον εμπορικό δρόμο, γύρω από τον οποίο ζούσαν αποκλειστικά μουσουλμάνοι και στο τσαρσί που βρισκόταν στο κέντρο της πόλης, στην πλατεία του Πλατάνου.
Σε πολλά σημεία του νησιού υπάρχουν μουσουλμανικά τεμένη και πηγές. Κατά την περίοδο της Ιταλοκρατίας, η Κως δέχτηκε επιρροές από τη Βενετσιάνικη αρχιτεκτονική. Επίσης, η Κως αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση ανάμεσα στα υπόλοιπα νησιά της Δωδεκανήσου, καθώς μετά τον καταστροφικό σεισμό του 1933 ανοικοδομήθηκε από τους Ιταλούς σύμφωνα με νέο πολεοδομικό σχέδιο. Διαιρέθηκε σε τρεις οικιστικές ζώνες με ταξικά κριτήρια: το βόρειο, το κεντρικό και το ανατολικό. Ο βόρειος τομέας είναι κατακερματισμένος σε μικρές κατοικίες, για τα λαϊκά στρώματα της πόλης (case popolari). Το κεντρικό τμήμα αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από διώροφες κατοικίες με ισόγεια καταστήματα, στις οποίες κατοικούσαν τα μέλη της αστικής τάξης (palazzine).
Τέλος, στην ανατολική ζώνη οικοδομήθηκαν επαύλεις σε κήπους για τους Ιταλούς εποίκους (villini). Άλλα στοιχεία της Ιταλικής επιρροής είναι οι εκτεταμένες ζώνες πρασίνου στην πόλη, που περιλαμβάνουν και τροπικά φυτά, καθώς και τα χαρακτηριστικά δημόσια κτήρια που σχεδιάστηκαν από Ιταλούς αρχιτέκτονες και βρίσκονται τόσο στην πόλη όσο και στους οικισμούς της Αντιμάχειας και της Καρδάμαινας.
Τα κτίρια που οικοδομήθηκαν πριν το σεισμό (Δημαρχείο, Γενικό Νοσοκομείο, Διοικητήριο κ.ά.) διαφέρουν από τα μετασεισμικά (Casa del Fascio, Δημοτική Αγορά, Casa Balilla κ.ά.) ως προς τη μορφή, καθώς τα μεν πρώτα είναι κατεξοχήν δείγματα εκλεκτικισμού, ενώ τα δεύτερα έχουν στοιχεία ρασιοναλισμού και φασιστικής αρχιτεκτονικής.
Το 1948, με την ένωση των Δωδεκανήσων με την Ελλάδα, διαμορφώθηκε μια νέα αρχιτεκτονική πραγματικότητα. Τότε οικοδομήθηκαν στο νησί μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες για να καλύψουν την ανάγκη της μεγάλης τουριστικής ανάπτυξης που ξεκίνησε.
Η παραδοσιακή αρχιτεκτονική δεν άντεξε τη φθορά του χρόνου και αντικαταστάθηκε από τη μοντέρνα οικοδομή. Τη συναντάμε κυρίως στα χωριά Ασφενδιού, Πυλί, Κέφαλο και Αντιμάχεια, όπου τα χαμηλά και πλατυμέτωπα μονόσπιτα, με σχήμα παραλληλόγραμμο, απλή τοιχοδομία και επίπεδη στέγη, κάποια πέτρινα και άλλα όχι, είναι βαμμένα με άσπρο χρώμα και έχουν πορτοπαράθυρα χρωματισμένα με φωτεινά χρώματα. Το εσωτερικό του σπιτιού είναι, όπως και στα υπόλοιπα Δωδεκάνησα, ιδιαίτερα φροντισμένο, ανταποκρινόμενο στις λειτουργικές ανάγκες της αγροτικής οικογένειας. Αξιοσημείωτος είναι ο μακρύς τοίχος, ο κανιότοιχος ή γκανότοιχος όπως ονομάζεται, στον οποίο κρέμονταν πιάτα, κάδρα, ο καθρέφτης του σπιτιού και άλλα απαραίτητα αντικείμενα που κάλυπταν τις βασικές ανάγκες του σπιτιού. Σε πολλά μέρη του νησιού, είναι χαρακτηριστικοί και οι παραδοσιακοί ανεμόμυλοι, με πιο χαρακτηριστικό αυτόν της Αντιμάχειας. Υπάρχουν επίσης πολλά στενά, πετρόχτιστα δρομάκια.
Καλοκαίρι - Παραλίες
Όλο το νησί μία απέραντη παραλία με πεντακάθαρα γαλάζια νερά προσφέρουν ατελείωτες ώρες ξεκούρασης και διασκέδασης. Κάποιες από τις σημαντικότερες παραλίες είναι:
• Cavo Paradiso
• Άγιος Θεολόγος
• Άγιος Στέφανος
• Άγιος Φωκάς
• Θερμά
• Καμάρι
• Καρδάμαινα
• Καρνάγιο
• Κοχυλάρι
• Λάμπη
• Λιμιώνας
• Μαρμάρι
• Μαστιχάρι
• Παραλία Paradise
• Φάρος
• Χελώνα
• Ψαλίδι
Μαρίνα Κω
Η μαρίνα της Κω αποτελεί το σημαντικότερο σημείο ελλιμενισμού τουριστικών σκαφών. Εκτός από τις υπηρεσίες στάθμευσης σκαφών, η μαρίνα διαθέτει καφετέρια και αξιόλογο εστιατόριο.
Λιμάνι Κω
Στο κέντρο της πόλης στην βόρεια πλευρά της βρίσκεται το φυσικό λιμάνι της Κω στο οποίο σήμερα ελλιμενίζονται τουριστικά σκάφη. Στην ίδια θέση φαίνονται και τα λείψανα του αρχαίου λιμανιού. Η ευρύτερη περιοχή του λιμανιού αναβαθμίστηκε από τους Ιταλούς μετά τον καταστρεπτικό σεισμό του 1933.
Λιμάνι Καρδάμαινας
Δίπλα στην κεντρική πλατεία της Καρδάμαινας και σε απόσταση 26 χιλιομέτρων από την πόλη στη νότια πλευρά του νησιού βρίσκεται το λιμάνι της Καρδάμαινας. Το λιμάνι εξυπηρετεί τις θαλάσσιες συγκοινωνίες με τα νησιά της Νισύρου και της Τήλου και μπορεί και να φιλοξενήσει μικρό αριθμό τουριστικών σκαφών.
Λιμάνι Κεφάλου
Στον κόλπο της Κεφάλου στο δυτικό άκρο της Κω σε απόσταση 40 χιλιομέτρων από την πόλη βρίσκεται το λιμάνι της Κεφάλου που εξυπηρετεί κυρίως τους ψαράδες ως αλιευτικό καταφύγιο. Σε όλη την περιοχή λειτουργούν οι παραδοσιακές ψαροταβέρνες.
Λιμάνι Μαστιχαρίου
Το Μαστιχάρι στη βόρεια πλευρά του νησιού είναι ένας αξιόλογος παραθαλάσσιος γραφικός οικισμός με μικρό λιμενίσκο που εξυπηρετεί τη θαλάσσια συγκοινωνία με τα νησιά της Δωδεκανήσου. Απέχει 21 χιλιόμετρα από την πόλη.